στερεογράφος

στερεογράφος
ο, Ν
όργανο ομοιογραφικής μεταφοράς τών χαρακτηριστικών σημείων και γραμμών στερεού σώματος σε σχέδιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”